δισεγγόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δισεγγόνα | οι | δισεγγόνες |
γενική | της | δισεγγόνας | — | |
αιτιατική | τη | δισεγγόνα | τις | δισεγγόνες |
κλητική | δισεγγόνα | δισεγγόνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δισεγγόνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδισεγγόνα θηλυκό
- άλλη μορφή του δισέγγονη
Μεταφράσεις
επεξεργασία δισεγγόνα
→ δείτε τη λέξη δισέγγονη |
Πηγές
επεξεργασία- δισεγγόνα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)