δικίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δικίτης | οι | δικίτες |
γενική | του | δικίτη | των | δικιτών |
αιτιατική | τον | δικίτη | τους | δικίτες |
κλητική | δικίτη | δικίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δικίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) μορφή ορυκτού, ένυδρου πυριτικού άλατος του αργιλίου, που έχει την ίδια χημική σύνθεση με τον καολινίτη, από τον οποίο διαφέρει μόνο όσον αφορά ορισμένες λεπτομέρειες της ατομικής δομής και ορισμένες φυσικές ιδιότητες
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικίτης
|