καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διεθνικότης αἱ διεθνικότηδες
      γενική τῆς διεθνικότηδος τῶν διεθνικοτήδων
      δοτική τῇ διεθνικότηδι ταῖς διεθνικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν διεθνικότηδα τὰς διεθνικότηδας
     κλητική ! διεθνικότης διεθνικότηδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διεθνικότης < διεθνικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διεθνικότης θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) η διεθνικότητα
    ※  Ἐνῷ ἡ κατεύθυνση τῆς πολυεθνικῆς εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἡ διεθνικότης, ἡ «ἐθνική πολιτική» παραμένει πάντα δεσμία τοῦ «ἐθνικοῦ» παρελθόντος, συντηρητική καί ἄγονη, πού βλέπει πάντα διέξοδο στίς κτίσεις...
    (Γεράσιμος Κακλαμάνης, Το «Ανατολικόν ζήτημα» σήμερα, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, 1998, σελ. 164)