διανοητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διανοητικότης | αἱ | διανοητικότητες | ||||
γενική | τῆς | διανοητικότητος | τῶν | διανοητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διανοητικότητι | ταῖς | διανοητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διανοητικότητα | τὰς | διανοητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | διανοητικότης | διανοητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διανοητικότης (μαρτυρείται από το 1896) [1] < αρχαία ελληνική διανοητικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιανοητικότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 281, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου