διαλυστήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διαλυστήρι | τα | διαλυστήρια |
γενική | του | διαλυστηριού | των | διαλυστηριών |
αιτιατική | το | διαλυστήρι | τα | διαλυστήρια |
κλητική | διαλυστήρι | διαλυστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαλυστήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαλυστήρι ουδέτερο
- η χτένα
- χώρος ή δοχείο στο οποίο διαλύεται κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαλυστήρι
→ δείτε τη λέξη χτένα |