καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαδοχικότης αἱ διαδοχικότητες
      γενική τῆς διαδοχικότητος τῶν διαδοχικοτήτων
      δοτική τῇ διαδοχικότητι ταῖς διαδοχικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν διαδοχικότητα τὰς διαδοχικότητας
     κλητική ! διαδοχικότης διαδοχικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαδοχικότης (μαρτυρείται από το 1891) [1] < διαδοχικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαδοχικότης θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 277, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου