Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαβρωτικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διαβρωτικότητ
α
οι
διαβρωτικότητ
ες
γενική
της
διαβρωτικότητ
ας
των
διαβρωτικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
διαβρωτικότητ
α
τις
διαβρωτικότητ
ες
κλητική
διαβρωτικότητ
α
διαβρωτικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαβρωτικότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαβρωτικότητα
θηλυκό
η ικανότητα
διάβρωσης
μιας
ουσίας
Συγγενικά
επεξεργασία
διαβιβρώσκω
διάβρωση
διαβρωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαβρωτικότητα