↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δηϊοτής αἱ δηϊοτῆτες
      γενική τῆς δηϊοτῆτος τῶν δηϊοτήτων
      δοτική τῇ δηϊοτῆτ ταῖς δηϊοτῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δηϊοτῆτ τὰς δηϊοτῆτᾰς
     κλητική ! δηϊοτής δηϊοτῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δηϊοτῆτε
γεν-δοτ τοῖν  δηϊοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δηϊοτής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δηϊοτής, -ῆτος θηλυκό

  1. η μάχη
  2. ο θάνατος