δεντρομολόχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεντρομολόχα | οι | δεντρομολόχες |
γενική | της | δεντρομολόχας | — | |
αιτιατική | τη | δεντρομολόχα | τις | δεντρομολόχες |
κλητική | δεντρομολόχα | δεντρομολόχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδεντρομολόχα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεντρομολόχα
|