↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεντρομολόχα οι δεντρομολόχες
      γενική της δεντρομολόχας
    αιτιατική τη δεντρομολόχα τις δεντρομολόχες
     κλητική δεντρομολόχα δεντρομολόχες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεντρομολόχα < δέντρο + -ο- + μολόχα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεντρομολόχα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία