δεκαδικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεκαδικότητα < δεκαδικ(ός) + -ότητα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.ka.ðiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κα‐δι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεκαδικότητα θηλυκό
- το να αποτελείται κάποιος (ή κάτι) από δεκάδες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεκαδικότητα
|
Πηγές επεξεργασία
- δεκαδικότητα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)