Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαιμόνισσα οι δαιμόνισσες
      γενική της δαιμόνισσας των δαιμονισσών
    αιτιατική τη δαιμόνισσα τις δαιμόνισσες
     κλητική δαιμόνισσα δαιμόνισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαιμόνισσα < δαίμονας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαιμόνισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη δαίμονας

  Μεταφράσεις επεξεργασία