Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίπροκο τα δίπροκα
      γενική του δίπροκου των δίπροκων
    αιτιατική το δίπροκο τα δίπροκα
     κλητική δίπροκο δίπροκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίπροκο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίπροκο ουδέτερο

  • είδος πρόκας που έχει και στις δύο άκρες μύτη, οι οποίες είναι λυγισμένες προς την ίδια κατεύθυνση, και συνήθως καρφώνεται με ειδικό εργαλείο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία