γυψοσανιδάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυψοσανιδάς < γυψοσανίδ(α) + -άς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυψοσανιδάς αρσενικό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που εγκαθιστά γυψοσανίδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυψοσανιδάς
|
γυψοσανιδάς αρσενικό
|