γραμματοκομιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραμματοκομιστής < ελληνιστική κοινή γραμματοκομιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραμματοκομιστής αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που μεταφέρει και παραδίδει επιστολές σε κάποιον
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ταχυδρόμος
- ※ Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει κάποιο γράμμα. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμματοκομιστής
|