↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραμματοκομιστής οι γραμματοκομιστές
      γενική του γραμματοκομιστή των γραμματοκομιστών
    αιτιατική τον γραμματοκομιστή τους γραμματοκομιστές
     κλητική γραμματοκομιστή γραμματοκομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γραμματοκομιστής < ελληνιστική κοινή γραμματοκομιστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γραμματοκομιστής αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αυτός που μεταφέρει και παραδίδει επιστολές σε κάποιον
  2. (παρωχημένο, επάγγελμα) ταχυδρόμος
    ※  Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει κάποιο γράμμα. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία