γραμματοκιβώτιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γραμματοκιβώτιον | τὰ | γραμματοκιβώτια | ||||
γενική | τοῦ | γραμματοκιβωτίου | τῶν | γραμματοκιβωτίων | ||||
δοτική | τῷ | γραμματοκιβωτίῳ | τοῖς | γραμματοκιβωτίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | γραμματοκιβώτιον | τὰ | γραμματοκιβώτια | ||||
κλητική ὦ! | γραμματοκιβώτιον | γραμματοκιβώτια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γραμματοκιβώτιον: → δείτε τη λέξη γραμματοκιβώτιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραμματοκιβώτιον θηλυκό ή ουδέτερο