γραικυλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραικυλισμός αρσενικό
- (μειωτικό) χαρακτηρισμός κάποιου που εγκαταλείπει την δική του πολιτιστική παράδοση και προσλαμβάνει κάποια άλλη παράδοση
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραικυλισμός
|