γουρουνότριχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγουρουνότριχα θηλυκό
- η σκληρή τρίχα του γουρουνιού
- γουρουνίσια τρίχα, κυρίως από τη ράχη, που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες ως ψιλή βελόνα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουρουνότριχα
|