Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλωσσίτικο τα γλωσσίτικα
      γενική του γλωσσίτικου των γλωσσίτικων
    αιτιατική το γλωσσίτικο τα γλωσσίτικα
     κλητική γλωσσίτικο γλωσσίτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσίτικο < Γλώσσα (Σκοπέλου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλωσσίτικο ουδέτερο

  • εξαφανισμένη ράτσα προβάτου ενδημικού της Σκοπέλου

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η ονομασία προέρχεται από το χωριό Γλώσσα στη βόρεια Σκόπελο

  Μεταφράσεις επεξεργασία