γκομενότσαρκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκομενότσαρκα θηλυκό
- τσάρκα (περίπατος) με γκόμενες
- τσάρκα σε αναζήτηση ερωτικού συντρόφου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκομενότσαρκα
|