γιαραμπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγιαραμπής αρσενικό
- (παρωχημένο) ο Θεός
- ※ Μα το γιαραμπή! (Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα, 1956)
- ※ Άνθρωπος του γιαραμπή είσαι... (Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα, 1956)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γιαραμπής
→ δείτε τη λέξη Θεός |
Πηγές
επεξεργασία- γιαραμπής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Γεωργακάς, Δημήτριος