Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωματική οι γεωματικές
      γενική της γεωματικής των γεωματικών
    αιτιατική τη γεωματική τις γεωματικές
     κλητική γεωματική γεωματικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωματική < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωματική θηλυκό

  • η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την συλλογή, καταγραφή, ανάλυση, διαχείριση και παρουσίαση (γεω)χωρικών πληροφοριών

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία