γερουσιάστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γερουσιάστρια < γερουσιαστής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγερουσιάστρια θηλυκό
- θηλυκό του γερουσιαστής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γερουσιάστρια
|
γερουσιάστρια θηλυκό
|