γείσωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γείσωμα < (ελληνιστική κοινή) γείσωμα < γεῖσον
Ουσιαστικό επεξεργασία
γείσωμα ουδέτερο
- γείσο κτηρίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
γείσωμα
→ δείτε τη λέξη γείσο |
γείσωμα ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη γείσο |