Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γείσωμα τα γεισώματα
      γενική του γεισώματος των γεισωμάτων
    αιτιατική το γείσωμα τα γεισώματα
     κλητική γείσωμα γεισώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γείσωμα < (ελληνιστική κοινή) γείσωμα < γεῖσον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γείσωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία