Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεῖσον < ίσως από λέξη της Καρίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεῖσον ουδέτερο και γεῖσσον

  • το τμήμα της στέγης που προεξέχει από τους τοίχους ή τις κολώνες