γατζία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γατζία | οι | γατζίες |
γενική | της | γατζίας | των | γατζιών |
αιτιατική | τη | γατζία | τις | γατζίες |
κλητική | γατζία | γατζίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γατζία < γαζία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγατζία θηλυκό
- (ιδιωματικό, βοτανική) η γαζία
Μεταφράσεις
επεξεργασία γατζία
|