Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαστρεκτομή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γαστρεκτομ
ή
οι
γαστρεκτομ
ές
γενική
της
γαστρεκτομ
ής
των
γαστρεκτομ
ών
αιτιατική
τη
γαστρεκτομ
ή
τις
γαστρεκτομ
ές
κλητική
γαστρεκτομ
ή
γαστρεκτομ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαστρεκτομή
<
γαστρο-
+
εκτομή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαστρεκτομή
θηλυκό
(
ιατρική
): χειρουργική αφαίρεση τμήματος στομάχου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαστρεκτομή