βώκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βώκος | οι | βώκοι |
γενική | του | βώκου | των | βώκων |
αιτιατική | τον | βώκο | τους | βώκους |
κλητική | βώκο & βώκε |
βώκοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βώκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβώκος αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασία- Βώκος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βώκος
→ δείτε τη λέξη ηλίθιος |
Πηγές
επεξεργασία- Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 60.