Δείτε επίσης: Βώκος, βῶκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βώκος οι βώκοι
      γενική του βώκου των βώκων
    αιτιατική τον βώκο τους βώκους
     κλητική βώκο
& βώκε
βώκοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βώκος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βώκος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία