βόρτακος
Κυπριακά (el-cyp)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βόρτακος < ελληνιστική κοινή βόρταχος[1] < αρχαία ελληνική βᾰ́τρᾰχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβόρτακος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βόρταχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.