Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βόλισμα τα βολίσματα
      γενική του βολίσματος των βολισμάτων
    αιτιατική το βόλισμα τα βολίσματα
     κλητική βόλισμα βολίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βόλισμα < βολίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βόλισμα ουδέτερο

  • η εργασία και το αποτέλεσμα του βολίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία