Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρομερότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βρομερότητ
α
οι
βρομερότητ
ες
γενική
της
βρομερότητ
ας
των
βρομεροτήτ
ων
αιτιατική
τη
βρομερότητ
α
τις
βρομερότητ
ες
κλητική
βρομερότητ
α
βρομερότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρομερότητα
<
βρομερός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βρομερότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
βρομερός
, η
ιδιότητα
του
βρομερού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρομερότητα