βρολβός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρολβός | οι | βρολβοί |
γενική | του | βρολβού | των | βρολβών |
αιτιατική | τον | βρολβό | τους | βρολβούς |
κλητική | βρολβέ | βρολβοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρολβός < βολβός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρολβός αρσενικό
- (ιδιωματικό) ο βολβός (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)