βραχυβιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραχυβιότητα < αρχαία ελληνική βραχυβιότητα, αιτιατική ενικού τού βραχυβιότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβραχυβιότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βραχυβιότητα
|
βραχυβιότητα θηλυκό
|