βραχιόλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βραχιόλιον | τὰ | βραχιόλιᾰ |
γενική | τοῦ | βραχιολίου | τῶν | βραχιολίων |
δοτική | τῷ | βραχιολίῳ | τοῖς | βραχιολίοις |
αιτιατική | τὸ | βραχιόλιον | τὰ | βραχιόλιᾰ |
κλητική ὦ! | βραχιόλιον | βραχιόλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραχιολίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βραχιολίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβραχιόλιον ουδέτερο