βραδυτής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βρᾰδυτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | βραδυτής | αἱ | βραδυτῆτες | |
γενική | τῆς | βραδυτῆτος | τῶν | βραδυτήτων | |
δοτική | τῇ | βραδυτῆτῐ | ταῖς | βραδυτῆσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | βραδυτῆτᾰ | τὰς | βραδυτῆτᾰς | |
κλητική ὦ! | βραδυτής | βραδυτῆτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραδυτῆτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βραδυτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βραδυτής < βραδύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβραδυτής θηλυκό
- η βραδύτητα
- βραδυτῆτί τε νωχελίη τε ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 411
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βραδυτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραδυτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.