βουρκόνερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβουρκόνερο ουδέτερο
- το νερό του βούρκου
- (συνεκδοχικά) ο βούρκος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βουρκόνερο
|
βουρκόνερο ουδέτερο
|