↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βοθρολύματα
      γενική των βοθρολυμάτων
    αιτιατική τα βοθρολύματα
     κλητική βοθρολύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βοθρολύματα < βόθρ(ος) + -ο- + λύματα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vo.θɾoˈli.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐θρο‐λύ‐μα‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βοθρολύματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα λύματα του βόθρου
    ※  Με λίγα λόγια, παρ’ όλο που στην περιοχή αιωρείται η απειλή της ελονοσίας, η δημοτική αρχή δεν έχει προχωρήσει στην ενημέρωση των κατοίκων, όπως έχει συστήσει το ΚΕΕΛΠΝΟ, ενώ σε ό,τι αφορά τα βοθρολύματα που ρέουν σε κάποιους δρόμους, φαίνεται ότι κωφεύει.
    Τάσος Σαραντής, Γκλαμουριά και... βοθρολύματα, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 9 Νοεμβρίου 2015
    ※  Εκτεταμένη απόθεση βοθρολυμάτων έχει παρατηρηθεί τις τελευταίες ημέρες στα ρέματα που βρίσκονται περιφερειακά του οικισμού του Καβαλαρίου στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης.
    Λευτέρης Ζαβλιάρης, Θεσσαλονίκη: Ασυνείδητοι ρίχνουν βοθρολύματα σε ρέματα, voria.gr, 4 Φεβρουαρίου 2021

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)