Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων
      γενική του ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων
    αιτιατική το ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων
     κλητική ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΚΕΕΛΠΝΟ < αρχικά των λέξεων Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.elˈpno/

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΚΕΕΛΠΝΟ ουδέτερο, μόνο στον ενικό, άκλιτο ακρωνύμιο

  • Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων