ΚΕΕΛΠΝΟ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | ||
γενική | του | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | ||
αιτιατική | το | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | ||
κλητική | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαΚΕΕΛΠΝΟ ουδέτερο, μόνο στον ενικό, άκλιτο ακρωνύμιο
- Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων