βιοπληροφορική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοπληροφορική | οι | βιοπληροφορικές |
γενική | της | βιοπληροφορικής | των | βιοπληροφορικών |
αιτιατική | τη | βιοπληροφορική | τις | βιοπληροφορικές |
κλητική | βιοπληροφορική | βιοπληροφορικές | ||
Σύνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιοπληροφορική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοπληροφορική θηλυκό
- διεπιστημονικός τομέας που συνδιάζει νευρικά και ψηφιακά κυκλώματα, βιολογικά και τεχνητά συστήματα
- η χρήση υπολογιστών, αλγορίθμων ή άλλων υπολογιστικών μεθόδων για την μελέτη βιολογικών οργανισμών, συστημάτων, προσομοιώσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοπληροφορική