βιοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοκαλλιέργεια < βιο- + ουσιαστικό -καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοκαλλιέργεια θηλυκό
- (νεολογισμός) καλλιέργεια τροφίμων που γίνεται μόνο με φυσικά μέσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοκαλλιέργεια
|