Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιβλιοφύλακας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βιβλιοφύλακ
ας
οι
βιβλιοφύλακ
ες
γενική
του
βιβλιοφύλακ
α
των
βιβλιοφυλάκ
ων
αιτιατική
τον
βιβλιοφύλακ
α
τους
βιβλιοφύλακ
ες
κλητική
βιβλιοφύλακ
α
βιβλιοφύλακ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιβλιοφύλακας
< (
ελληνιστική κοινή
)
βιβλιοφύλαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιβλιοφύλακας
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
)
βιβλιοθηκάριος
χαρτοφύλακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιβλιοφύλακας
→
δείτε
τις λέξεις
βιβλιοθηκάριος
και
χαρτοφύλακας