βενεδικτίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βενεδικτίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βενεδικτίνη θηλυκό
- κιτρινόχρωμο γαλλικό ηδύποτο που παρασκευάζεται από διάφορα αρωματικά φυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
βενεδικτίνη
|