Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βατότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βατότητ
α
οι
βατότητ
ες
γενική
της
βατότητ
ας
των
βατοτήτ
ων
αιτιατική
τη
βατότητ
α
τις
βατότητ
ες
κλητική
βατότητ
α
βατότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βατότητα
<
βατός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βατότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
βατού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βατότητα