βατραχόσουπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βατραχόσουπα | οι | βατραχόσουπες |
γενική | της | βατραχόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | βατραχόσουπα | τις | βατραχόσουπες |
κλητική | βατραχόσουπα | βατραχόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βατραχόσουπα < βάτραχ(ος) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βατραχόσουπα θηλυκό
- (ειρωνικό, προφορικό) ανύπαρκτο είδος σούπας, λέξη που χρησιμοποιείται περιπαικτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
βατραχόσουπα
|