↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαριεμάρα οι βαριεμάρες
      γενική της βαριεμάρας
    αιτιατική τη βαριεμάρα τις βαριεμάρες
     κλητική βαριεμάρα βαριεμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαριεμάρα < βαριέμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαριεμάρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  βαρεμάρα