βαρελοστεφάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαρελοστεφάνη θηλυκό
- εξωτερική μεταλλική στεφάνη που συγκρατεί σε σύμπτυξη τις βαρελοσανίδες
- "συνήθως κάθε ξύλινο βαρέλι φέρει δύο ή τρεις βαρελοστεφάνες"
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαρελοστεφάνη
|