↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρελοστεφάνη οι βαρελοστεφάνες
      γενική της βαρελοστεφάνης των βαρελοστεφανών
    αιτιατική τη βαρελοστεφάνη τις βαρελοστεφάνες
     κλητική βαρελοστεφάνη βαρελοστεφάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρελοστεφάνη < βαρέλι + στεφάνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαρελοστεφάνη θηλυκό

  1. εξωτερική μεταλλική στεφάνη που συγκρατεί σε σύμπτυξη τις βαρελοσανίδες
    "συνήθως κάθε ξύλινο βαρέλι φέρει δύο ή τρεις βαρελοστεφάνες"

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία