βαρδάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρδάρης < Βαρδάρης (ο ποταμός Αξιός) < σλαβικής προέλευσης Vardar
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαρδάρης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρδάρης
|
Δείτε επίσης : Βαρδάρης |
βαρδάρης αρσενικό
|