Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βακχεύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βακχεύτρι
α
οι
βακχεύτρι
ες
γενική
της
βακχεύτρι
ας
των
βακχευτρι
ών
αιτιατική
τη
βακχεύτρι
α
τις
βακχεύτρι
ες
κλητική
βακχεύτρι
α
βακχεύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βακχεύτρια
< (
ελληνιστική κοινή
)
βακχεύτρια
<
βακχευτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βακχεύτρια
θηλυκό
θηλυκό
του
βακχευτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βακχεύτρια