βακτηριόσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βακτηριόσταση | οι | βακτηριοστάσεις |
γενική | της | βακτηριόστασης | των | βακτηριοστάσεων |
αιτιατική | τη | βακτηριόσταση | τις | βακτηριοστάσεις |
κλητική | βακτηριόσταση | βακτηριοστάσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βακτηριόσταση < βακτηριό- + -σταση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβακτηριόσταση θηλυκό
- (βιοχημεία) η αναστολή της ανάπτυξης των βακτηρίωνχωρίς τη θανάτωσή τους
- πολλά αντιβιοτικά όπως οι τετρακλίνες και οι σουλφοναμίδες φέρονται να έχουν βακτηριοστατική επίδραση, δηλαδή να επιφέρουνβακτηριόσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία βακτηριόσταση
|