βίσων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
βῐσων- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | βίσων | οἱ | βίσωνες | ||||
γενική | τοῦ | βίσωνος | τῶν | βισώνων | ||||
δοτική | τῷ | βίσωνῐ | τοῖς | βίσωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | βίσωνᾰ | τοὺς | βίσωνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | βίσων | βίσωνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βίσωνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βισώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βίσων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίσων αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (θηλαστικό ζώο) ο βίσονας
Πηγές
επεξεργασία- βίσων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.