ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βῐσων-
ονομαστική βίσων οἱ βίσωνες
      γενική τοῦ βίσωνος τῶν βισώνων
      δοτική τῷ βίσων τοῖς βίσωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βίσων τοὺς βίσωνᾰς
     κλητική ! βίσων βίσωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βίσωνε
γεν-δοτ τοῖν  βισώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βίσων < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βίσων αρσενικό (ελληνιστική κοινή)