βάρνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάρνα | ||
γενική | της | βάρνας | ||
αιτιατική | τη | βάρνα | ||
κλητική | βάρνα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάρνα < σανσκριτική वर्ण (várṇa, χρώμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βάρνα θηλυκό
- (ινδουισμός) κοινωνική τάξη στον ινδουισμό